- μακαριστός
- μακαριστός, -ή, -όν (AM) [μακαρίζω]αυτός που θεωρείται μακάριοςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ μακαριστόνμακαρισμός, καλοτύχισμααρχ.ζηλευτός, ποθητός.επίρρ...μακαριστῶς (Α)με μακαριστό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακαριστός — deemed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαριστότερον — μακαριστός deemed adverbial comp μακαριστός deemed masc acc comp sg μακαριστός deemed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαριστόν — μακαριστός deemed masc acc sg μακαριστός deemed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαριστότατον — μακαριστός deemed masc acc superl sg μακαριστός deemed neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαριστοτάτην — μακαριστός deemed fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαριστοτάτου — μακαριστός deemed masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαριστοτάτους — μακαριστός deemed masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαριστοῖς — μακαριστός deemed masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαριστοί — μακαριστός deemed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μακαριστούς — μακαριστός deemed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)